«Ιδεολογικές  Αντιπαραθέσεις και Πολιτικά Διλλήματα στο Σύγχρονο Φεμινιστικό Κίνημα», Κοινωνία Πολιτών, τεύχος 9, χειμώνας 2003, σελ. 50-54
  

            Στην βιβλιογραφία για τα νέα κοινωνικά κινήματα ένα από τα σημαντικά ερωτήματα που διατυπώνονται είναι εάν η εμφάνιση ενός κοινωνικού κινήματος προϋποθέτει την αποκρυστάλλωση μίας κοινωνικής ταυτότητας. Στην περίπτωση του φεμινιστικού κινήματος θα μπορούσαμε να επαναλάβουμε το ίδιο ερώτημα επαναδιατυπωμένο από τον Μάνουελ Κάστελς: «Μπορεί ο φεμινισμός να υπάρξει χωρίς φεμινιστική συνείδηση;».[1] Η απάντηση φαίνεται να είναι προφανής. Πράγματι ο φεμινισμός προϋποθέτει την ύπαρξη μίας φεμινιστικής συνείδησης. Όμως μία δεύτερη, πιο αυστηρή ανάγνωση του ερωτήματος, μας παραπέμπει στις δυσκολίες ανεύρεσης ενός κοινά αποδεκτού ορισμού του «φεμινισμού» ή της «φεμινιστικής συνείδησης». Στη φεμινιστική βιβλιογραφία υπάρχει πολλές φορές η τάση το γυναικείο κίνημα να διαχωρίζεται σε δυο σημαντικές περιόδους: τον πρώτο κύκλο των γυναικείων αιτημάτων και το δεύτερο κύκλο της φεμινιστικής συνείδησης. Ο πρώτος κύκλος αναφέρεται στο γυναικείο κίνημα του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου . Ο πρώτος κύκλος διεκδίκησε την νομοθετική κατοχύρωση των αστικών, πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων των γυναικών, επικαλούμενος την αρχή της ισότητας. Ο δεύτερος κύκλος αναφέρεται στη ριζοσπαστικοποίηση του γυναικείου κινήματος, όπως αυτή εκφράστηκε στο τέλος της δεκαετίας του 1960 μέχρι και τη δεκαετία του 1980.[2] Ο δεύτερος κύκλος αμφισβήτησε συνολικά τα θεμέλια της σύγχρονης πατριαρχικής κοινωνίας (π.χ. την επίσημη ιστορία, την επιστημονική παράδοση των ανθρωπιστικών επιστημών, τις οικουμενικές αρχές, κλ.π.). Στο δεύτερο κύκλο η ισότητα υποχώρησε μπροστά στη διεκδίκηση της ιστορικής καταγραφής της διαφορετικότητας των γυναικών[3]. Πολλές φορές η φεμινιστική βιβλιογραφία χαρακτηρίζει τους γυναικείους αγώνες του πρώτου κύκλου ως ένα γυναικείο κίνημα που άρθρωσε γυναικεία αιτήματα, ενώ τους αγώνες του δεύτερου κύκλου ως ένα φεμινιστικό κίνημα με φεμινιστική συνείδηση. Η διάκριση αυτή (γυναικείο/φεμινιστικό) ενώ είναι χρήσιμη ως θεωρητική έκφραση των αντιπαραθέσεων στα πλαίσια του φεμινιστικού κινήματος, παραμένει απλουστευτική καθώς το σύνθετο δίλημμα της ισότητας ή της διαφοράς δεν μπόρεσε να επιλυθεί ούτε στα πλαίσια των νέων σύνθετων πολιτισμικών ταυτοτήτων του 21ου αιώνα. Στο συγκεκριμένο άρθρο θα εξετάσουμε τις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις στα πλαίσια του δεύτερου κύκλου του φεμινιστικού κινήματος, την ανάδειξη νέων θεωρητικών τάσεων και τέλος την επανεμφάνιση της αρχής της ισότητας μέσα από μία «αποφυλοποιημένη πολυπολιτισμικότητα».[4]
            Ο δεύτερος κύκλος του φεμινιστικού κινήματος εκδηλώθηκε σε ένα ιστορικό πλαίσιο το οποίο χαρακτηριζόταν από την σημαντική ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας και την εμφάνιση αντιθεσμικών συλλογικών κινημάτων (π.χ. φοιτητικό, οικολογικό). Η σημαντική παρουσία του κράτους πρόνοιας στη μεταπολεμική Ευρώπη και η ευρύτερη κοινωνική συναίνεση για την αναγκαιότητα του κρατικού παρεμβατισμού έφεραν αναπόφευκτα το δεύτερο κύκλο του φεμινιστικού κινήματος μπροστά στο εξής δίλημμα: μπορεί το κράτος, ως θεσμός, να αποτελέσει ένα σημαντικό πολιτικό εργαλείο για την επίτευξη των φεμινιστικών στόχων ή είναι το κράτος εξ΄ορισμού πατριαρχικό, οπότε οποιαδήποτε κρατική μεταρρύθμιση ή παρέμβαση ουσιαστικά αναπαράγει τις υπάρχουσες δομές του πατριαρχικού συστήματος. Το πολιτικό ζήτημα του κράτους οδήγησε στη διαμόρφωση δύο αντίπαλων στρατοπέδων στα πλαίσια του φεμινιστικού κινήματος. Η μία πλευρά  τόνισε το θετικό ρόλο που μπορεί να παίξει το κράτος στην προώθηση της ισότητας, ενώ η άλλη καταδίκασε το κράτος ως τον κεντρικό θεσμό της σύγχρονης πατριαρχίας. Η πρώτη ομάδα συνδέθηκε με την εφαρμογή πολιτικών κρατικού φεμινισμού (state feminism), ενώ η δεύτερη ανέλυσε τη λειτουργία της σύγχρονης κρατικής πατριαρχίας (state patriarchy). Ας εξετάσουμε τις δύο αυτές φεμινιστικές προσεγγίσεις πιό διεξοδικά για να προσδιορίσουμε το ευρύτερο φεμινιστικό πρότυπο των δύο αντιτιθέμενων πλευρών.
            Ο κρατικός φεμινισμός αναφέρεται στο σχεδιασμό πολιτικών που στοχεύουν να χρησιμοποιήσουν τον κρατικό μηχανισμό ως εργαλείο για την προώθηση της ισότητας μεταξύ των δύο φύλων. Καθώς η πολιτική έμφαση είναι στο σχεδιασμό κρατικών πολιτικών που εν συνεχεία εφαρμόζονται στην κοινωνία, πολλές φορές ο κρατικός φεμινισμός ονομάζεται και φεμινισμός εκ των άνω.[5] Το πολιτικό όραμα του κρατικού φεμινισμού αρθρώθηκε κυρίως από τις φεμινιστικές-σοσιαλιστικές  οργανώσεις (socialist-feminists) και εφαρμόστηκε στην πράξη από τις σοσιαλιστικές κυβερνήσεις. Ενδεικτικό είναι, ότι ο κρατικός φεμινισμός υπήρξε ιδιαίτερα διαδεδομένος στις σκανδιναβικές χώρες (π.χ. Σουηδία)[6] ενώ εισήχθη ως κρατική πολιτική στη Γαλλία, την Ισπανία και την Ελλάδα με την άνοδο στην εξουσία των σοσιαλιστικών κομμάτων.
Η υποστήριξη του θεσμού του κρατικού φεμινισμού από πολλές φεμινιστικές-σοσιαλιστικές οργανώσεις θεμελιωνόταν και στη θετική αξιολόγηση της δημόσιας σφαίρας. Όπως σωστά τονίζει η Αnne Phillips η θεωρητική συνεύρεση του σοσιαλισμού με τον φεμινισμό στηρίχθηκε: 1) στη σοσιαλιστική εξίσωση του ιδωτικού χώρου με τον εγκλεισμό και τον περιορισμό, 2) τη σοσιαλιστική προτίμηση για το δημόσιο, το συλλογικό, το κοινωνικό.[7]  Οι φεμινίστριες-σοσιαλίστριες επομένως δεν επαναπροσδιόρισαν θετικά τον ιδιωτικό χώρο, όπως έκαναν οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες (radical feminists). Αντίθετα, θεώρησαν προϋπόθεση της αναβάθμισης της θέσης των γυναικών τον απεγκλωβισμό τους από τον ιδιωτικό χώρο και την επανένταξή τους στο δημόσιο. Η υιοθέτηση επομένως του κρατικού φεμινισμού από πολλές φεμινιστικές-σοσιαλιστικές οργανώσεις στηριζόταν στις εξής δύο αρχές: 1) ο κρατικός θεσμός δεν ειναι εξ΄ορισμού πατριαρχικός άρα μπορεί να συμβάλλει στη γυναικεία χειραφέτηση και 2) ο δημόσιος χώρος και η ιδιότητα του πολίτη συνδέονται με την αναβάθμιση του ρόλου των γυναικών, ενώ ο ιδιωτικός χώρος με την καταπίεση και τον εγκλεισμό. Στο φεμινιστικό λόγο των φεμινιστριών-σοσιαλιστριών το πολιτικό είναι το δημόσιο και κύρια έκφραση του πολιτικού είναι το κράτος.
            Στην ακριβώς αντίθετη πλευρά του κρατικού φεμινισμού βρέθηκαν οι φεμινίστριες, οι οποίες υποστήριξαν οτι οι σύγχρονες κρατικές πολιτικές υπέρ των γυναικών εκσυγχρονίζουν και δεν ανατρέπουν την πατριαρχία. Σύμφωνα με τις θεωρητικές αναλύσεις των φεμινιστριών αυτών, πριν από την ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας η πατριαρχία προσωποποιόταν από τον άνδρα-αρχηγό του νοικοκυριού. Ήταν η εποχή της ιδιωτικής πατριαρχίας. Όμως η σημαντική διεύρυνση του κράτους πρόνοιας οδήγησε σε νέες μορφές κρατικού παρεμβατισμού, όπου θέματα όπως ο καταμερισμός της εργασίας, ο οικογενειακός προγραμματισμός πέρασαν από την εξουσία του αρχηγού της οικογένειας στις αρμοδιότητες του κράτους. Στο νέο αυτό καθεστώς της κρατικής πατριαρχίας η καταπίεση των γυναικών αναπαράγεται αλλά παράλληλα γίνεται και πιο απρόσωπη.[8] Φορέας πλέον της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης των γυναικών δεν είναι ο άνδρας-πρόσωπο αλλά το κράτος-θεσμός. Στην κρατική πατριαρχία περνάμε πλέον σε μία νέα τριπλή σύνδεση μεταξύ κράτους-πατριαρχίας-καπιταλισμού.[9]
            Η αντίθεση των ριζοσπαστριών φεμινιστριών (radical feminists) στις κρατικές πολιτικές εξέφραζε την αρνητική ταύτιση της «επίσημης πολιτικής» με τη πατριαρχία. Οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες έδωσαν έμφαση στον ιδιωτικό χώρο και όχι στο δημόσιο. Ο ιδιωτικός χώρος, ως ο κατεξοχήν χώρος της γυναικείας εμπειρίας και ιστορίας, αποτέλεσε την αφετηρία για τη διαμόρφωση μίας νέας γυναικείας ταυτότητας μακριά από τους επικαθορισμούς της ανδροκεντρικής πολιτικής και των αντίστοιχων θεσμών.
            Το κράτος, επομένως, αποτέλεσε ενα σημαντικό πόλο αντιπαράθεσης στα πλαίσια του δεύτερου κύκλου του φεμινιστικού κινήματος. Όπως είδαμε η αντιπαράθεση αυτή συνδεόταν και με μία διαφορετική αξιολόγηση της δημόσιας και της ιδιωτικής σφαίρας. Η συζήτηση για το κράτος εξέφραζε όμως και μία βαθύτερη διαίρεση στα πλαίσια του φεμινιστικού κινήματος που αφορούσε το ζήτημα της ισότητας των δύο φύλων ή της διαφοράς μεταξύ των δύο φύλων. Ας εξετάσουμε πιό διεξοδικά τα δύο αυτά ιδεολογικά ρεύματα που δίχασαν το φεμινιστικό κίνημα.
            Ο φεμινισμός της ισότητας ταυτίζεται στη διεθνή φεμινιστική βιβλιογραφία κυρίως με τον πρώτο κύκλο του φεμινιστικού κινήματος. Το αξίωμα της ισότητας αρθρώθηκε όμως και από πολλές φεμινιστικές-σοσιαλιστικές οργανώσεις στο δεύτερο κύκλο του φεμινιστικού κινήματος. Οι φεμινιστικές-σοσιαλιστικές οργανώσεις διεκδίκησαν τα φεμινιστικά αιτήματά τους στα πλαίσια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ευρύτερης παράδοσης του ουμανισμού. Οι οργανώσεις διατύπωσαν την ηθική αξίωση της καθολικής προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για το σύνολο της ανθρωπότητας. Επομένως, η κοινή ανθρώπινη υπόσταση των γυναικών και των ανδρών αποτέλεσε την ηθική βάση για την διεκδίκηση των φεμινιστικών αιτημάτων. Η αναφορά στο ανθρώπινο γένος, στην ανθρωπότητα ως σύνολο έδινε έμφαση στα κοινά στοιχεία που ενοποιούν άνδρες και γυναίκες. Υποκείμενο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν ήταν ένα έμφυλο υποκείμενο, αλλά ένας φυλετικά ουδέτερος πολίτης, ένα ανδρογύναιο.[10] Στο ιδεολογικό αυτό πλαίσιο το κράτος μπορούσε να παίξει σημαντικό ρόλο στην εφαρμογή πολιτικών ισότητας μέσα από την εκφορά ενός αποφυλοποιημένου κρατικού λόγου και την εφαρμογή κρατικών ρυθμίσεων που έδιναν έμφαση στον πολίτη και όχι στο φύλο. Το κράτος μπορούσε να ενισχύσει την ισότητα μέσα από την ενίσχυση της κοινής ιδιότητας του πολίτη.[11]
            Στον αντίποδα του φεμινισμού της ισότητας βρέθηκε ο φεμινισμός της διαφοράς. Στον φεμινισμό της διαφοράς οι ιστορικές, κοινωνικές και προσωπικές εμπειρίες των ανδρών και των γυναικών είναι τελείως διαφορετικές. Τα δύο φύλα δεν μπορεί να ενοποιηθούν μέσα από την κοινή ιδιότητα του «ανθρώπινου υποκειμένου» ή του «πολίτη». Στόχος του φεμινισμού της διαφοράς ήταν η διερεύνηση των διαφορών μεταξύ των ανδρών και των γυναικών. Αυτό ήταν πρακτικά εφικτό μόνο μέσα από μία επαναδιατύπωση της επιστημονικής γνώσης και μία συλλογική ανάλυση της προσωπικής εμπειρίας των γυναικών. Στόχος του φεμινισμού της διαφοράς ήταν η διαμόρφωση μίας νέας φεμινιστικής συνείδησης που θα έδινε στις γυναίκες τη δυνατότητα να απελευθερωθούν απο τα ανδροκρατούμενα πρότυπα της πατριαρχικής κοινωνίας. Επομένως, στο φεμινιστικό λόγο της διαφοράς οι γυναίκες και οι άνδρες αποτελούν δύο διακριτές κατηγορίες. Οποιοσδήποτε «οικουμενικός» λόγος τις εντάσσει σε μία ενιαία κατηγορία (π.χ. ανθρώπινο υποκείμενο) αποκρύπτει τη διαφορετικότητα και την αντιπαλότητα των δύο φύλων. Καθώς ο φεμινισμός της διαφοράς δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη «αποφυλοποιημένων συλλογικοτήτων» (π.χ. πολίτης), δεν αναγνωρίζει επίσης την ύπαρξη ουδέτερων πολιτικών θεσμών. Για το φεμινισμό της διαφοράς το κράτος δεν εκφράζει κάποιο συλλογικό συμφέρον, αλλά αντίθετα την κυριαρχία των ανδρών έναντι των γυναικών.[12]
Σήμερα η συζήτηση για το κράτος μπορεί να έχει υποχωρήσει υποδεικνύοντας και το τέλος ενός ιστορικού κύκλου. Το ζήτημα όμως της ισότητας ή της διαφοράς συνεχίζει να επαναδιατυπώνεται με σημείο αναφοράς τις πιό σύγχρονες ιστορικές εμπειρίες του φεμινιστικού κινήματος.
Προς το τέλος της δεκαετίας του 1980 το φεμινιστικό κίνημα αντιμετώπισε μία σημαντική κρίση όσον αφορά την παρουσία του ως μαζικό κίνημα. Η εντεινόμενη ακαδημαϊκή ενασχόληση με τη φεμινιστική θεωρία συνοδεύτηκε από την αποκλιμάκωση της πολιτικής δράσης του φεμινιστικού κινήματος. Η δεκαετία του 1990 έμοιαζε να ενισχύει την παρουσία του φεμινισμού ως ενός ακαδημαϊκού προβληματισμού και παράλληλα να υπονομεύει την παρουσία του ως ενός συλλογικού κινήματος. Η εξέλιξη αυτή μπορεί εν μέρει να αποδοθεί στη σημαντική ιδεολογική μεταστροφή τμημάτων του φεμινιστικού κινήματος τη δεκαετία του 1980 και 1990.
  Ο δεύτερος κύκλος του φεμινιστικού κινήματος μπορεί να χαρακτηρίστηκε από σημαντικές ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, αλλά είχε ως κοινό σημείο αναφοράς, ότι το φύλο ειναι μία κοινωνικά κατασκευσμένη κατηγορία. Ο κοινωνικός προσδιορισμός του φύλου αποτελούσε ένα από τα θέσφατα της φεμινιστικής ιδεολογίας. Η δεκαετία του 1980 χαρακτηρίστηκε από μία γενική υποχώρηση του κοινωνικού και του οικονομικού ως εγγενή στοιχεία κάθε πολιτικού λόγου. Η έμφαση μετατίθεται στο πολιτισμικό στοιχείο, το οποίο αρχίζει να εμφανίζεται ως αυτόνομο από τα άλλα επίπεδα ανάλυσης. Αντίστοιχα και στη φεμινιστική θεωρία έχουμε την εμφάνιση του πολιτισμικού φεμινισμού (cultural feminism). Ο πολιτισμικός φεμινισμός υιοθετεί το σχήμα της ανισότητας μεταξύ των αδρών και των γυναικών, αλλά το αντιστρέφει υπέρ των γυναικών. Η κατωτερότητα των γυναικών μετατρέπεται σε ανωτερότητα, ενώ η ανωτερότητα των ανδρών σε κατωτερότητα. Τα γυναικεία χαρακτηριστικά και αξίες (π.χ.φροντίδα, συνεργασία, ειρήνη) ερμηνεύονται ως ηθικά ανώτερα από εκείνα των ανδρών (π.χ. ανταγωνισμός, ατομικισμός, πόλεμος).[13] Επομένως, η κοινωνική ταυτότητα των γυναικών στις σύγχρονες κοινωνίες, σύμφωνα με τον πολιτισμικό φεμινισμό, δεν πρέπει να αλλάξει. Αντίθετα, πρέπει να διατηρηθεί και να επαναξιολογηθεί ως ηθικά ανώτερη. Οι γυναικείες αξίες και ο γυναικείος τρόπος ζωής πρέπει να αποτελέσουν το πρότυπο της σύγχρονης κοινωνικής οργάνωσης. Ο πολιτισμικός φεμινισμός αντιπαραθέτει στον υπάρχοντα ανδροκεντρισμό το όραμα ενός νέου γυναικοκεντρισμού.
Ο πολιτισμικός φεμινισμός δίνει έμφαση στη διαφορά των δύο φύλων. Τα αίτια της ανωτερότητας των γυναικών έναντι των ανδρών παραπέμπουν συνήθως σε πολιτισμικά βιώματα (π.χ. το βίωμα του ιδιωτικού χώρου από τις γυναίκες). Μία σημαντική τάση του πολιτισμικού φεμινισμού ο οικοφεμινισμός (ecofeminism) αναγάγει τον βιολογικό παράγοντα ως την πιο σημαντική μεταβλητή διαμόρφωση της γυναικείας κουλτούρας και ηθικής. Η εγγύτητα των γυναικών με το σώμα τους, με τη φύση και ο ρόλος τους ως μητέρες οδηγεί σύμφωνα με τον οικοφεμινισμό στη μοναδικότητα και ανωτερότητα της γυναικείας κουλτούρας. Αν ο δεύτερος κύκλος του φεμινιστικού κινήματος αγωνίστηκε για την αναγνώριση του κοινωνικού προσδιορισμού της γυναικείας ταυτότητας, ο πολισμικός φεμινισμός, στις πιο ακραίες εκδοχές του, επαναφέρει τον ντετερμινιστικό ρόλο της βιολογίας. Η γυναικεία ταυτότητα, στο δεύτερο κύκλο του φεμινιστικού κινήματος, έπρεπε να επαναπροσδιοριστεί από την αρχή διότι ήταν απόρροια της γυναικείας καταπίεσης. Στον πολιτισμικό φεμινισμό η υπάρχουσα ταυτότητα αναγορεύεται όχι σε σύμβολο της γυναικείας καταπίεσης, αλλά σε σύμβολο της ηθικής ανωτερότητας της γυναίκας.
 Ο πολιτισμικός φεμινισμός με τα ουσιοκρατικά του επιχειρήματα προκάλεσε πολλές αντιδράσεις στο φεμινιστικό κίνημα. Ενώ αποτέλεσε μία καινοφανή τάση στο σύγχρονο φεμινιστικό κίνημα δεν μπόρεσε ποτέ να μετασχηματιστεί σε ένα μαζικό ρεύμα.[14] Σημαντικές αλλαγές όμως, στο σύγχρονο φεμινιστικό κίνημα, επέφερε η σταδιακή αναγνώριση της πολλαπλότητας των γυναικείων εμπειριών και ταυτοτήτων. Στο δεύτερο κύκλο του φεμινιστικού κινήματος το συλλογικό υποκείμενο «γυναίκες» δεν αμφισβητήθηκε ποτέ. Όλες οι τάσεις του δεύτερου κύκλου (με μόνη εξαίρεση τον μαρξιστικό φεμινισμό) απευθύνονταν στο σύνολο των γυναικών, τις οποίες θεωρούσαν ως ένα ενιαίο κοινωνικό υποκείμενο. Οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των γυναικών αναγνωρίζονταν, αλλά το ενοποιητικό στοιχείο του κοινού φύλου εθεωρείτο πιό ισχυρό. Αντίθετα η δεκαετία του 1990 χαρακτηρίζεται από τον κατακερματισμό του φεμινιστικού κινήματος. Οι φεμινίστριες δεν διαμαρτύρονται πλέον μόνο για την ανδρική καταπίεση, αλλά και για την πολιτισμική κυριαρχία που επιβάλλει ο κυρίαρχος φεμινιστικός λόγος στις γυναίκες που έχουν μία διαφορετική κοινωνική ταυτότητα και διαφορετικές κοινωνικές εμπειρίες. Το συλλογικό υποκείμενο «γυναίκες» υποδιαιρείται συνεχώς σε νέες κατηγορίες ανάλογα με τις κοινωνικές ταυτότητες που διαμορφώνονται. Ο εθνοτικός, φυλετικός, εθνικός, ταξικός, σεξουαλικός προσδιορισμός θεωρείται πλέον αναπόσπαστο και αναφαίρετο στοιχείο της γυναικείας ταυτότητας (π.χ. μαύρος φεμινισμός, λεσβιακός φεμινισμός) Η κατάκτηση του δικαιώματος έκφρασης της γυναικείας διαφορετικότητας έναντι των ανδρών επεκτείνεται σταδιακά και στο δικαίωμα έκφρασης της διαφορετικότητας μεταξύ των γυναικών. Η νέα ποικιλομορφία του φεμινιστικού κινήματος αποτελεί σαφέστατα μία διεύρυνση της πολιτικής συμμετοχής και της δημοκρατικής έκφρασης. Το φεμινιστικό κίνημα έρχεται όμως αντιμέτωπο με μία νέα πραγματικότητα την οποία καλείται να μετασχηματίσει σε πολιτική πρόταση. Ο κατακερματισμός αυτός, βέβαια, δεν αφορά μόνο το φεμινιστικό κίνημα αλλά και όλους τους υπόλοιπους πολιτικούς φορείς που στήριξαν την δράση τους στην έννοια του «συλλογικού υποκειμένου».
Το σύγχρονο φεμινιστικό κίνημα αντιμετωπίζει νέα πολιτικά διλήμματα, τα οποία προκύπτουν τόσο από τις ευρύτερες κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές, όσο και από τις κλιμακούμενες διαφοροποιήσεις στα πλαίσια της ίδιας της φεμινιστικής θεωρίας. Τις δεκαετίες 1970-1980 παρατηρείται η άνθηση των νέων κοινωνικών κινημάτων. Με το τέλος της δεκαετίας του 1980 το φεμινιστικό κίνημα, όπως και τα υπόλοιπα νέα κοινωνικά κινήματα, βρίσκεται αντιμέτωπο με τη σταδιακή υποχώρηση της κινηματικής τους διάστασης. Μερικά νέα κοινωνικά κινήματα (π.χ. το οικολογικό κίνημα) αντιστάθμισαν τον περιορισμό της κοινωνικής τους δυναμικής με την κλιμακούμενη θεσμοποίησή τους (π.χ. οικολογικά κόμματα). Στο φεμινιστικό κίνημα ο περιορισμός της μαζικής του παρουσίας, συνοδεύτηκε κυρίως από την άνθηση της ακαδημαϊκής βιβλιογραφίας γύρω από την εγκυρότητα των κεντρικών εννοιών και πολιτικών στρατηγικών του δεύτερου κύκλου του φεμινιστικού κινήματος.
Στις νέες συνθήκες το φεμινιστικό κίνημα βρέθηκε να αποτελεί έναν από τους πολλαπλούς ενεργούς πολιτικούς φορείς στα πλαίσια της κοινωνίας των πολιτών. Επίσης, σε επίπεδο θεωρίας το φεμινιστικό κίνημα αντιμετώπισε τον σημαντικό κατακερματισμό του κοινωνικού υποκειμένου «γυναίκα». Η υποχώρηση της πολιτικής δύναμης του φεμινιστικού κινήματος, το νέο πολυκεντρικό πολιτικό περιβάλλον και ο κατακερματισμός της γυναικείας ταυτότητας, οδήγησαν το φεμινιστικό κίνημα σε σημαντικές αναθεωρήσεις φεμινιστικών εννοιών και στρατηγικών. Το φεμινιστικό κίνημα αντιμετώπισε τον περιορισμό της πολιτικής του επιρροής στα πλαίσια του έθνους-κράτους με τη διαμόρφωση ισχυρών κοινωνικών δικτύων σε υπερεθνικό επίπεδο. Στον κατακερματισμό του γυναικείου υποκειμένου το φεμινιστικό κίνημα ανταπάντησε θέτοντας ένα τέλος σε διπολικότητες όπως ισότητα ή διαφορά. Αποδεχόμενο τη διαφορά στα πλαίσια κάθε συλλογικότητας, το φεμινιστικό κίνημα επανέφερε την ισότητα ως τμήμα μίας «αποφυλοποιημένης πολυπολιτισμικότητας». Η ισότητα εκφράζει πλέον τη διαφορά[15]. Και η διαφορά συνδέεται πλέον άρρηκτα με την αρχή της ισότητας για να αποτραπεί η οποιαδήποτε συγκρότηση εξουσιαστικών ή ιεραρχικών σχέσεων. Το πέρασμα της φεμινιστικής θεωρίας σε μία νέα σύνθεση καθιστά το φεμινιστικό λόγο πιο αντιπροσωπευτικό των σύγχρονων κοινωνικών αντιθέσεων. Παρ΄ολα αυτά δεν μπορεί κανείς να μη παρατηρήσει, ότι στο σύγχρονο φεμινιστικό λόγο η έννοια του «κοινωνικού φύλου» σχετικοποιείται. Η ειδική βαρύτητα του παράγοντα «κοινωνικό φύλο» μετατίθεται από το επίπεδο της αντικειμενικής πραγματικότητας στο επίπεδο της προσωπικής επιλογής. Ο παράγοντας «κοινωνικό φύλο» μας προσδιορίζει, αλλά ο βαθμός στον οποίο μας εκφράζει αποτελεί πλέον ένα ανοιχτό ερώτημα για το σύγχρονο φεμινιστικό κίνημα.



[1] Μάνουελ Κάστελς, (1997) The Information Age: Economy, Society and Culture, volume II, The Power of Identity, Oxford: Blackwell. (σελ. 194-202: Απόδοση Σωκράτης Κονιόρδος, σελ.7)
[2] Κaplan, Gisela (1992) Contemporary Western European Feminism, London: UCL.
[3] Η διαφορετικότητα αναφέρεται στις διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών και όχι στις διαφορές μεταξύ των ίδιων των γυναικών, οι οποίες θα αποτελέσουν σημαντικό τμήμα του φεμινιστικού λόγου τη δεκαετία του 1990.
[4] Kάστελς, ο.π., σημ.1, σελ. 2..
[5] Stetson Dorothy, Mazur Amy (1995), Comparative State Feminism (London: Sage)
[6] Εlman, Amy, “The State’s Equality for Women: Sweden’s Equality Ombudsman” στο Stetson, Mazur, ibid.
[7] Phillips, Anne (1997), “What has Socialism to do with Sexual Equality?” στο: Jane Franklin (ed.) Equality (London, Institute for Public Policy Research).
[8] Βrown, Carol (1981) “Mothers, Fathers and Children: From Private to Public Patriarchy” στο: Lydia Sargent (ed.) Women and Revolution: A Discussion of the Unhappy Marriage of Marxism and Feminism (Boston: South End Press)
[9] Στην Ελληνική φεμινιστική βιβλιογραφία ένα κλασσικό άρθρο που απορρίπτει τις νομοθετικές μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του 1980 ως ένα βήμα προς τον εκσυγχρονισμό της πατριαρχίας είναι το άρθρο της Ελένης Βαρίκα (1992) «Αντιμέτωπες με τον Εκσυγχρονισμό των Θεσμών: Ένας δύσκολος Φεμινισμός», στο: Η Ελλάδα των Γυναικών: Διαδρομές Στο Χώρο και το Χρόνο, Αθήνα: Γαία..
[10] Cott, Nancy (1986) “Feminist Theory and Feminist Movements: The Past Before Us” στο Juliet Mitchell, Ann Oakley (eds.) What is Feminism?, Oxford: Blackwell και Εvans Judith (1995) Feminist Theory Today: An Introduction to Second-Wave Feminism, London: Sage Publications.
[11] Ενδεικτικό είναι ότι στη Σουηδία στα πλαίσια του κρατικού φεμινισμού, το κράτος επαναπροσδιόρισε πολλούς όρους (π.χ. γυναικεία συμβούλια) προς την κατεύθυνση ενός ουδέτερου ως προς τα φύλα επίσημου κρατικού λόγου (π.χ. συμβούλια οικογενειακού προγραμματισμού). Βλέπε Elman, ο.π., σημ. 6.
[12] Στην Ελλάδα η αντιπαράθεση του φεμινισμού της ισότητας με το φεμινισμό της διαφοράς εκφράστηκε κυρίως μέσα από την έντονη ιδεολογική σύγκρουση των Αυτόνομων Ομάδων Γυναικών με την Ένωση Γυναικών Ελλάδας (ΕΓΕ).
[13] Εvans, o.π., σημ. 10.
[14] Στην Ελλάδα ο φεμινιστικός χώρος παρέμενε σταθερά αρνητικός σε όλες τις εκφάνσεις του πολιτισμικού φεμινισμού. Αντίθετα στην Ιταλία η αναζωογόνηση του Ιταλικού φεμινισμού στις αρχές του 1980 στηρίχθηκε στην κατάφαση της γυναικείας ανωτερότητας, όπως αυτή προκύπτει από τη βιολογική και πολιτισμική  ιδιαιτερότητα των γυναικών. Βλέπε Κάστελς, ο.π., σημ. 1.
[15] Πολλές φορές ο όρος ισότητα στη σύγχρονη φεμινιστική σκέψη αντικαθίσταται με τον όρο ισοτιμία.Lister Ruth (1997) Citizenship: Feminist Perspectives, London: Macmillan.